- αγγεύω
- * 1. αγγίζω2. κάνω μνεία προσώπου ή πράγματος, μνημονεύω, αναφέρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < *εγγεύω < εγγύςτο αγγεύω απο συνεκφορά του θα ή να με επικράτηση τού ληκτικού α τής προηγούμενης λ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.